αδιάφθορο(ν)

αδιάφθορο(ν)
το неподкупность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αδιάφθορο(ν)" в других словарях:

  • Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …   Dictionary of Greek

  • Χέρντερ, Γιόχαν Γκότφριντ — (Herder, Μόρουνγκεν, Ανατολική Πρωσία 1744 – Βαϊμάρη 1803). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος. Το 1762 πήγε στο Κένιξμπεργκ όπου έγινε μαθητής του Καντ και συνδέθηκε φιλικά με τον Χάμαν. Στη συνέχεια πήγε στη Ρίγα (1764), όπου έγινε πάστορας. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»